ταυρ-ώψ

ταυρ-ώψ

ταυρ-ώψ, ῶπος, = Vorigem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έγκληρος — ἔγκληρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος 2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.) 3. πλούσιος 4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς… …   Dictionary of Greek

  • εκνίζω — ἐκνίζω (Α) 1. ξεπλένω, καθαρίζω («φόνῳ φόνον μυσαρόν ἐκνίψω», Ευρ. Ιφ. Ταύρ.) 2. μέσ. ξεπλένω από πάνω μου 3. καθαρίζω, εξαγνίζω 4. κάνω κάτι διαυγές …   Dictionary of Greek

  • ιππελάτης — ἱππελάτης, ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α) αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ον ελάτης, ταυρ ελάτης] …   Dictionary of Greek

  • καμηλάτης — καμηλάτης, ὁ (Α) οδηγός καμήλας, καμηλιέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καμηλ ελάτης (με απλολογία) < κάμηλος + ελάτης (< ελαύνω), πρβλ. ιππ ελάτης, ταυρ ελάτης] …   Dictionary of Greek

  • καταπελταφέτης — και επιγρ. καταπαλταφέτης, ὁ (Α) αυτός που ρίχνει βέλη, ακόντια ή άλλα βλήματα με καταπέλτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπέλτης + αφέτης (< ἀφέτης < ἀφίημι «αφήνω»), πρβλ. ανεμ αφέτης, ταυρ αφέτης] …   Dictionary of Greek

  • κοιλώπη — η ζωολ. γένος δίπτερων εντομών τής οικογένειας coelopidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coelope < coel (πρβλ. κοῖλος) + ope (πρβλ. ωπη < θ. ωπ τού ὄπ ωπ α, πρβλ. κερκ ώπη, ταυρ ώπη)] …   Dictionary of Greek

  • κορτιανός — κορτιανός, ὁ (Α) στρατιώτης που ανήκε σε κοόρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτη + κατάλ. ιανός (πρβλ. ταυρ ιανός, χριστ ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • λεοντιανός — λεοντιανός, ή, όν (Α) αυτός που γεννήθηκε στον αστερισμό τού Λέοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, οντος + επίθημα ιανός (πρβλ. αιγοκερ ιανός, ταυρ ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • μαγιανός — μαγιανός, ή, όν (Α) (επιγρ. πάπ.) αυτός που έχει γραμμένα, ζωγραφισμένα επάνω του μάγια, ξόρκια ή μαγικά σημεία («μαγιανὸν ψέλιον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγος + κατάλ. ιανός (< λατ. κατάλ. ianus, πρβλ. christianus (χριστιανός), πρβλ. και… …   Dictionary of Greek

  • μεσαφέτης — μεσαφέτης, ὁ (ΑM) (για άλογα ή για μονομάχους) αυτός που αφήνεται στο μέσο τού ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ἀφέτης (< ἀφίημι), ανεμ αφέτης, ταυρ αφέτης] …   Dictionary of Greek

  • μοσχίνδα — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἑξῆς καὶ ἀνελλιπῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ξιφ ίνδα, ταυρ ίνδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”