ταυρίδιον

ταυρίδιον

ταυρίδιον, τό, dim. von ταῦρος, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταυρίδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυρίδιον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) υποκορ. τού ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • TAURIA — Graece Ταύρια, festum Neptuni, apud Hesychium in Ταύρια, qui Taurius dictus est, Suidae in Ταυρίδιον; exeo quod eidem prae aliis, ut et Apollini, taurorum sacra fierent, idque interdum ex oraculo, uti docet Pausan. in Phocicis. Vide in voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”