- ταυρο-κέφαλος
ταυρο-κέφαλος, stierköpfig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρο-κέφαλος, stierköpfig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρουθοκέφαλος — ον, Α αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με τής στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει στενόμακρο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
χρυσοκέφαλος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). * * * ον, ΜΑ μσν. 1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοκέφαλος εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας αρχ. το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek