ταυρο-γάστωρ

ταυρο-γάστωρ

ταυρο-γάστωρ, ορος, ὁ, Stierbauch, Philp. 46 (Plan. 52).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • ταυρογάστωρ — ορος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει ογκώδη κοιλιά σαν τον ταύρο 2. μτφ. υπερμεγέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ὑδρο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”