- ταυρο-φάγος
ταυρο-φάγος, Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διϑύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρο-φάγος, Stiere fressend; Dionysos, Soph. fr. 594; bei E. M. ὅτι τοῖς τὸν διϑύραμβον νικήσασι βοῦς ἐδίδοτο, ἢ τὸν ὠμηστήν; vgl. Phot. u. Ar. Ran. 357, vom Kratinus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυροφάγος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που τρώει ταύρο 2. μτφ. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός τού Κρατίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φάγος*] … Dictionary of Greek