- ταυρο-φυής
ταυρο-φυής, ές, in Stiergestalt, Nonn. D. 11, 151.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρο-φυής, ές, in Stiergestalt, Nonn. D. 11, 151.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεοντοφυής — λεοντοφυής, ές (Α) αυτός που έχει φύση λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * φυής (< φυή, ἡ, ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλο φυής, ταυρο φυής] … Dictionary of Greek