- ταυρο-σφάγος
ταυρο-σφάγος, wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρο-σφάγος, wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλοσφάγος — μηλοσφάγος, ον (Α) αυτός που θυσιάζει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σφάγος (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. ταυρο σφάγος, χοιρο σφάγος] … Dictionary of Greek
χοιροσφάγος — ον, Α αυτός που σφάζει χοίρους οι οποίοι προορίζονται για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σφάγος (< σφάζω), πρβλ. παρθενο σφάγος, ταυρο σφάγος] … Dictionary of Greek
παρθενόσφαγος — ον, Α αυτός που προέρχεται από αίμα σφαγμένης παρθένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + σφαγος (< θ. σφαγ τού σφάζω, πρβλ. ἐσφάγ ην), πρβλ. ταυρό σφαγος] … Dictionary of Greek
καμηλοσφαγώ — καμηλοσφαγῶ, έω (Α) σφάζω, θυσιάζω καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + σφαγῶ (< σφαγος < σφάζω), πρβλ. ανθρωπο σφαγώ, ταυρο σφαγώ] … Dictionary of Greek