ταραγμός

ταραγμός

ταραγμός, , wie τάραξις, Beunruhigung, Vera wirrung; ἐκ τῶν δέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πιτνεῖ, Aesch. Ch. 1052; ὡς ταραγμὸς εἰςῆλϑεν πόλιν, Eur. Phoen. 204; πολὺν ταραγμὸν εὶχον μάχης, 1415; ᾑ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι, Hec. 857; τίν' εἰς ταραγμὸν ἥκομεν; I. T. 572, u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταραγμός — disturbance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμός — ο, ΝΑ [ταράσσω] ψυχική ταραχή, ψυχική αναστάτωση («ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει», Αισχύλ.) νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα …   Dictionary of Greek

  • ταραγμός — ο τάραγμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραγμοῦ — ταραγμός disturbance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμούς — ταραγμός disturbance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμῷ — ταραγμός disturbance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμόν — ταραγμός disturbance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”