- ταρακτήριος
ταρακτήριος, = ταρακτικός, Schol. Plat. Hipp. mai. 429 in der Erkl. von τορύνη. S. τάρακτρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταρακτήριος, = ταρακτικός, Schol. Plat. Hipp. mai. 429 in der Erkl. von τορύνη. S. τάρακτρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.