- ταπήτιον
ταπήτιον, dim. von τάπης, Alciphr. Irg. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταπήτιον, dim. von τάπης, Alciphr. Irg. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταπητίοις — ταπήτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπητίων — ταπήτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπήτια — ταπήτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταπήτιο — το / ταπήτιον, ΝΑ, και ταπῆτιν Α [τάπης, ητος] υποκορ. ταπέτο νεοελλ. 1. ανατ. σχηματισμός τού κεντρικού νευρικού συστήματος από λευκές ίνες υπό μορφή τάπητα («ταπήτιο τού μεσολοβίου») 2. ζωολ. στιβάδα τού χοριοειδούς χιτώνα τού ματιού ορισμένων… … Dictionary of Greek
ταπιτιούχος — ον, Α (για άλογα) αυτός που φέρει ιπποσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάπης, ητος / τάπις/ ταπητιον + οῦχος*] … Dictionary of Greek