ταπίς

ταπίς

ταπίς, ίδος, ἡ, spätere Form statt τάπης, auch δάπις; der accus. lautet ταπίδα, Xen. An. 7, 3, 27 Cyr. 8, 8, 16; Luc. Tox. 57.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάπις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάπις — ιδος, ἡ, Α βλ. τάπητας …   Dictionary of Greek

  • ταπίδων — τάπις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάπιδα — τάπις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάπιδας — τάπις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάπιδες — τάπις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάπιδος — τάπις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] …   Dictionary of Greek

  • δάπις — ( ιδος), η (Α) τάπητας, χαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό τής λ. τάπις ( ιδος) (ή τάπης, ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) τού αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… …   Dictionary of Greek

  • ταπίδιον — τὸ, Α [τάπις, ιδος] ταπήτιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”