τύχαιος

τύχαιος

τύχαιος, vom Glück, Zufall herrührend, zufällig, ungefähr; Plut. Num. 10; Strat. 64 (XII, 222).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυχαῖος — accidental masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν …   Dictionary of Greek

  • τυχαίος — α, ο επίρρ. α και ως 1. που γίνεται στην τύχη και όχι σκόπιμα, απρόβλεπτος, συμπτωματικός: Τυχαία συνάντηση. 2. ο πρώτος τυχόντας, ο οποιοσδήποτε, ο άγνωστος, ο ασήμαντος, ο μηδαμινός: Δεν είναι τυχαίος γιατρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυχαῖον — τυχαῖος accidental masc acc sg τυχαῖος accidental neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχαῖα — τυχαῖος accidental neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχαία — τυχαί̱ᾱ , τυχαῖος accidental fem nom/voc/acc dual τυχαί̱ᾱ , τυχαῖος accidental fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχαίας — τυχαί̱ᾱς , τυχαῖος accidental fem acc pl τυχαί̱ᾱς , τυχαῖος accidental fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχαίων — τυχαί̱ων , τυχαῖος accidental fem gen pl τυχαί̱ων , τυχαῖος accidental masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυχαίως — τυχαί̱ως , τυχαῖος accidental adverbial τυχαί̱ως , τυχαῖος accidental masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 …   Dictionary of Greek

  • αρδαλώ — ἀρδαλῶ ( όω) (Α) 1. λερώνω 2. απλώνω ένα έμπλαστρο 3. (παθ. μτχ.) ἠρδαλωμένος βρομερός, ρυπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρδαλος «μόλυσμα», «μουρντάρης», «ευτελής, τυχαίος» < άρδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”