- τύφλῑνος
τύφλῑνος od. τυφλῖνος, ὁ, eine Schlangenart, wie unsere Blindschleiche, Arist. H. A. 8, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τύφλῑνος od. τυφλῖνος, ὁ, eine Schlangenart, wie unsere Blindschleiche, Arist. H. A. 8, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυφλῖνος — blind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… … Dictionary of Greek
τυφλῖνοι — τυφλῖνος blind masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλίνης — (I) ὁ, Α (δ.τ.) βλ. τυφλίνος. (II) ὁ, Α βλ. τυφλίνος … Dictionary of Greek
τυφλινίδιον — τὸ, Α [τυφλῑνος] υποκορ. τού τυφλίνος … Dictionary of Greek
τυφλώψ — ο, / τυφλώψ, ῶπος, ο, ΝΑ, και τυφλώψ, ἡ, Α ο τυφλίνος νεοελλ. γένος οφιδίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας τυφλωπίδες, στο οποίο ανήκει και ο τυφλίνος αρχ. 1. τυφλός 2. αυτός που δίνει την εντύπωση τυφλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ώψ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
κωφίας — κωφίας, ὁ (Α) είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. ίας (πρβλ. τυφλ ίας)] … Dictionary of Greek
τυφλίτης — ο, Ν τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek
τύφλη — ἡ, Α είδος ψαριού τού ποταμού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός (πρβλ. τυφλῖνος)] … Dictionary of Greek
τύφλην — ὁ, Α βλ. τυφλίνος … Dictionary of Greek
τυφλίνοις — τυφλί̱νοις , τυφλῖνος blind masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)