- τυμπανο-ειδής
τυμπανο-ειδής, ές, paukenartig, paukenähnlich, Arist. coel. 2, 13 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπανο-ειδής, ές, paukenartig, paukenähnlich, Arist. coel. 2, 13 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
τυμπανοειδής — ές, ΝΑ όμοιος με τύμπανο, αυτός που έχει σχήμα τυμπάνου νεοελλ. πολύ διογκωμένος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + ειδής*] … Dictionary of Greek