- τυμπανο-φορέομαι
τυμπανο-φορέομαι, Pauken tragen, Clearch. bei Ath. XII, 541 e, μητραγυρτῶν καὶ τυμπανοφορούμενος οἰκτρῶς τὸν βίον κατέστρεψεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυμπανο-φορέομαι, Pauken tragen, Clearch. bei Ath. XII, 541 e, μητραγυρτῶν καὶ τυμπανοφορούμενος οἰκτρῶς τὸν βίον κατέστρεψεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.