τρῦμα

τρῦμα

τρῦμα, τό, = τρύμη, das Loch (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρῦμα — hole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύμα — το / τρῡμα, ύματος, ΝΜΑ [τρύω] οπή που έχει προκύψει από τριβή νεοελλ. βοτ. δρύπη τής οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο μσν. αρχ. (κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος» …   Dictionary of Greek

  • τρύμα — τρύ̱μᾱ , τρύμη hole fem nom/voc/acc dual τρύ̱μᾱ , τρύμη hole fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυμάτιον — τὸ, Α [τρῡμα, τρύματος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) υποκορ. τού τρύμα …   Dictionary of Greek

  • τρυμαλιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α (στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή τής βελόνας αρχ. οπή, τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό τής λ. βλ. λ. αρμαλιά)] …   Dictionary of Greek

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • ter-3, terǝ- and teri-, trī- —     ter 3, terǝ and teri , trī     English meaning: to rub     Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren”     Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”