τρῦχος — worn out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχος — και τρύχος, εος και ους, τὸ, Α 1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι 2. σχίσμα, κομμάτι 3. στον πληθ. τὰ τρύχη τα κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ τού ρ. τρύχω + κατάλ. ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφ ος)] … Dictionary of Greek
τρύχει — τρύ̱χει , τρύχω wear out pres ind mp 2nd sg τρύ̱χει , τρύχω wear out pres ind act 3rd sg τρύ̱χει , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc dual (attic epic) τρύ̱χεϊ , τρῦχος worn out neut dat sg (epic ionic) τρύ̱χει , τρῦχος worn out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχη — τρύ̱χη , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τρύ̱χη , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυχίον — τὸ, Α [τρῡχος] υποκορ. κουρέλι … Dictionary of Greek
τρυχαλέος — α, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥυπαρός, λεπτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + επίθημα αλέος (πρβλ. ρωμ αλέος)] … Dictionary of Greek
τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
τρυχώ — όω, Α 1. τρύχω*, καταστρέφω («ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα», Ηρωδιαν.) 2. παθ. τρυχοῡμαι, όομαι καταπονούμαι, εξαντλούμαι («τρυχωθῆναι τὸ σῶμα [ὑπὸ τῆς νόσου]», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύχω σχηματισμένος από τον τ. τρῦχος] … Dictionary of Greek
τρύχινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος, τρίχ ινος)] … Dictionary of Greek
τρυχίων — τρῡχίων , τρῦχος worn out neut gen pl (doric) τρυχίον tatter neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύχα — τρύ̱χᾱ , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)