- τρῡγόνιον
τρῡγόνιον, τό, dim. von τρυγών, Philodem. 31 (VII, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρῡγόνιον, τό, dim. von τρυγών, Philodem. 31 (VII, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγόνιον — τρῡγόνιον , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc sg τρυγόνιος of masc acc sg τρυγόνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγόνι — (streptopelia turtur). Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, μήκους περίπου 30 εκ. και ανοίγματος πτερύγων περίπου 50 εκ. Τρώει σπόρους, βλαστούς και μικρά ασπόνδυλα και ζει στις νοτιοκεντρικές περιοχές της Ευρώπης και στη δυτική … Dictionary of Greek
τρυγονίου — τρῡγονίου , τρυγόνιον deherb. neut gen sg τρυγόνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίῳ — τρῡγονίῳ , τρυγόνιον deherb. neut dat sg τρυγόνιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγόνια — τρῡγόνια , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc pl τρυγόνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)