- τρῡγόνιος
τρῡγόνιος, von der τρυγών kommend, zu ihr gehörig, Opp. Hal. 2, 480; τὸ τρυγόνιον, ein Kraut, = περιστερεών, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρῡγόνιος, von der τρυγών kommend, zu ihr gehörig, Opp. Hal. 2, 480; τὸ τρυγόνιον, ein Kraut, = περιστερεών, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγόνιος — ία, ον, Α [τρυγών, όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα … Dictionary of Greek
τρυγόνιον — τρῡγόνιον , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc sg τρυγόνιος of masc acc sg τρυγόνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίου — τρῡγονίου , τρυγόνιον deherb. neut gen sg τρυγόνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίῳ — τρῡγονίῳ , τρυγόνιον deherb. neut dat sg τρυγόνιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγόνια — τρῡγόνια , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc pl τρυγόνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)