- τρώννῡμι
τρώννῡμι und τρωννύω, = τρώω, τιτρώσκω, Schol. Ar. Av. 808.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρώννῡμι und τρωννύω, = τρώω, τιτρώσκω, Schol. Ar. Av. 808.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρώννυμι — και τρωννύω Α τραυματίζω, τιτρώσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τιτρώσκω*, κατά τα ρ. σε ννυμι / ννύω] … Dictionary of Greek