- τρί-λιθος
τρί-λιθος, von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-λιθος, von, mit drei Steinen, bes. Edelsteinen, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίλιθος — η, ο / τρίλιθος, ον, ΝΜ αυτός που αποτελείται από τρεις λίθους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίλιθο μνημείο από τρεις λίθους μσν. το ουδ. ως ουσ. ονομασία ναού που είχε πελώριους κίονες από τους οποίους ο καθένας είχε τρεις λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek