τρί-οζος

τρί-οζος

τρί-οζος, dreizweigig, dreiästig, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέντοζος — και πεντάοζος, ον, Α 1. αυτός που έχει πέντε όζους, κλάδους, πεντάκλαδος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πέντοζος μτφ. το ανθρώπινο χέρι με τα πέντε δάκτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ / πεντα * + ὄζος (Ι) «κλαδί» (πρβλ. τρί οζος)] …   Dictionary of Greek

  • τρίοζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ ἴσου τε καὶ κατ ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντ οζος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”