τρί-μηνος

τρί-μηνος

τρί-μηνος, dreimonatlich, von drei Monaten, χρόνος Soph. Trach. 163; drei Monat alt, ἡ τρίμηνος, Zeit von drei Monaten, Her. 2, 124; Pol. 12, 12, 1 u. öfter; πυρὸς τρ., Sommerweizen, der im Frühjahr gesäet u. in drei Monaten reif wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • πολύμηνος — η, ο, Ν 1. αυτός που διαρκεί πολλούς μήνες 2. αυτός που έχει ηλικία πολλών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνος (< μήνας), πρβλ. ολιγό μηνος, τρί μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο, πρώην Καισαρείας] …   Dictionary of Greek

  • τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακοντάμηνος — η, ο, Ν αυτός που έχει διάρκεια σαράντα μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μηνος (< μήνας), πρβλ. τρί μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • Trimenon — Tri̱|menon [zu gr. τριμηνος = dreimonatig] s; s, ...na: Zeitraum von drei Monaten (v.Trimenona. in bezug auf das Entwicklungsalter der Leibesfrucht und das Lebensalter von Säuglingen) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • πεντηκονταμηναίος — και πεντηκονταμηνιαῑος, α, ον, Μ αυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + αῖος* (πρβλ. τρι μηναῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”