τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
πολύμηνος — η, ο, Ν 1. αυτός που διαρκεί πολλούς μήνες 2. αυτός που έχει ηλικία πολλών μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μηνος (< μήνας), πρβλ. ολιγό μηνος, τρί μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο, πρώην Καισαρείας] … Dictionary of Greek
τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντάμηνος — η, ο, Ν αυτός που έχει διάρκεια σαράντα μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μηνος (< μήνας), πρβλ. τρί μηνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
Trimenon — Tri̱|menon [zu gr. τριμηνος = dreimonatig] s; s, ...na: Zeitraum von drei Monaten (v.Trimenona. in bezug auf das Entwicklungsalter der Leibesfrucht und das Lebensalter von Säuglingen) … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
πεντηκονταμηναίος — και πεντηκονταμηνιαῑος, α, ον, Μ αυτός που συμβαίνει, που γίνεται κάθε πεντηκοστό μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μήν, μηνός + αῖος* (πρβλ. τρι μηναῖος)] … Dictionary of Greek