- τρί-μοιρος
τρί-μοιρος, dreitheilig, dreifach, χλαῖνα, Aesch. Ag. 846.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-μοιρος, dreitheilig, dreifach, χλαῖνα, Aesch. Ag. 846.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμοιρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῑναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δί μοιρος] … Dictionary of Greek