- τρί-κορυς
τρί-κορυς, ὁ, mit einem dreifach bebuschten Helme, Eur. Bacch. 196 τρικόρυϑες Κορύβαντες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-κορυς, ὁ, mit einem dreifach bebuschten Helme, Eur. Bacch. 196 τρικόρυϑες Κορύβαντες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοκορυστής — ὁ, Α οπλισμένος με χάλκινα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. της* (πρβλ. ἱππο κορυσ τής). Ο σχηματισμός τού τ. με κατάλ. της αντί τού αναμενόμενου *χαλκό κορυς (πρβλ. τρί κορυς) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ορθόκορυς — ὀρθόκορυς, υθος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ορθή περικεφαλαία («ὁ ὀρθόν πῑλον ἔχων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόρυς, υθος «περικεφαλαία» (πρβλ. τρί κορυς)] … Dictionary of Greek
τρίκορυς — όρυθος, ὁ, Α αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθό κορυς)] … Dictionary of Greek
ευκόρυθος — εὐκόρυθος, ον (Α) αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόρυθος (< κόρυς, θος), πρβλ. ιππο κόρυθος, τρι κόρυθος] … Dictionary of Greek
ιπποκόρυθος — ἱπποκόρυθος, ον (Α) ιπποκορυστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευ κόρυθος, τρι κόρυθος] … Dictionary of Greek
τρικόρυθος — Δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε αρχικά στην Αιαντίδα και από το 146 μ.Χ. στην Αδριανίδα φυλή. Αποτελούσε μαζί με άλλες πόλεις την αττική Τετράπολη, και βρισκόταν A της Οινόης και BA του Μαραθώνα. Λεγόταν και Τρικόρυνθος. * * * ον, Α… … Dictionary of Greek