τρί-ενος

τρί-ενος

τρί-ενος, dreijährig, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τρίενος — ον, Α τριετής («γίγνεσθαι δὲ φασι τρίενόν τε χρήσιμον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ενος (< IE *en «έτος», βλ. λ. ἐνιαυτός), πρβλ. και ἔνος] …   Dictionary of Greek

  • τριαύχην — ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, ον, Α αυτός που έχει τρεις αυχένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὐχήν, ένος (πρβλ. πολυ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • τρισείς — ενός, ὁ Μ (για την Αγία Τριάδα) ο ένας σε τρεις (ενν. υποστάσεις). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + εἷς «ένας»] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • τρισσός — ή, όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α τριπλός μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά κώδικες με τρεις στήλες αρχ. 1. τρίτος 2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί ασπίδες 4. (στον… …   Dictionary of Greek

  • τριάδα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται A των Ψαχνών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (41 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού… …   Dictionary of Greek

  • Chilio — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie griechische Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken… …   Deutsch Wikipedia

  • Dodeka — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie griechische Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”