- τρί-γαμος
τρί-γαμος, dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-γαμος, dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίγαμος — η, ο / τρίγαμος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων 2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως μσν. αρχ. αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek