- τρί-κρᾱνος
τρί-κρᾱνος, dreiköpfig; der Kerberus, Ἅιδου σκύλαξ, Soph. Trach. 1088; κύων, Eur. Herc. Fur. 1277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-κρᾱνος, dreiköpfig; der Kerberus, Ἅιδου σκύλαξ, Soph. Trach. 1088; κύων, Eur. Herc. Fur. 1277.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριόκρανος — μυριόκρανος, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα κεφάλια, μυριοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κρανος (< *κρᾶνον), πρβλ. ορθό κρανος, τρί κρανος] … Dictionary of Greek
τρίκρανος — ον, Α αυτός που έχει τρία κεφάλια, τρικέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι + κρανος (<* κρᾶνος, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. πολύ κρανος] … Dictionary of Greek