- τρί-ιππος
τρί-ιππος, mit drei Pferden, τὸ τρίιππον, Dreigespann, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-ιππος, mit drei Pferden, τὸ τρίιππον, Dreigespann, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίιππος — ον, ουδ. και τριίπι(ο)ν, Α 1. αυτός που έχει τρεις ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίιπον και τριίπιν άμαξα που σύρεται από τρεις ίππους που έχουν ζευχθεί μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἵππος «άλογο» (πρβλ. ἑξά ϊππος)] … Dictionary of Greek
τρισμύριοι — ες, α / τρισμύριοι, αι, α, ΝΜΑ τριάντα χιλιάδες αρχ. φρ. «τρισμυρία ἵππος» τριάντα χιλιάδες ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + μύριοι] … Dictionary of Greek