- τρί-πλαξ
τρί-πλαξ, ακος, dreifach, dreifältig, Il. 18, 480.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πλαξ, ακος, dreifach, dreifältig, Il. 18, 480.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίπλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α τριπλός, τρίπτυχος («περὶ δ ἄντυγα βάλλε φαεινὴν τρίπλακα, μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλαξ (πρβλ. λατ. triplex). Για το δυσερμήνευτο β συνθετικό τής λ., βλ. λ. δίπλαξ] … Dictionary of Greek