- τρί-ποκος
τρί-ποκος, dreischürig, mit sehr dichter, langer Wolle, Dicaearch. p. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-ποκος, dreischürig, mit sehr dichter, langer Wolle, Dicaearch. p. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίποκος — ον, Α αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου»] … Dictionary of Greek