- τράχ-ουρος
τράχ-ουρος od. τραχοῦρος, ὁ, der Rauchschwanz, ein Seefisch, Numen. bei Ath. VII, 326 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράχ-ουρος od. τραχοῦρος, ὁ, der Rauchschwanz, ein Seefisch, Numen. bei Ath. VII, 326 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… … Dictionary of Greek
σπαθίουρος — ὁ, Α 1. αυτός που έχει ουρά όμοια με σπαθί 2. ονομασία ζώου που σκοτώνει ποντικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + ουρος (< οὐρά), πρβλ. τράχ ουρος] … Dictionary of Greek