- τράχωμα
τράχωμα, τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράχωμα, τό, das Rauhgemachte, die Rauhheit, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράχωμα — trachoma neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράχωμα — το, ατος 1. μολυσματική πάθηση των ματιών που εμφανίζει χρόνια φλεγμονή των βλεφάρων. 2. γαμήλιο δώρο σε μετρητά ή κοσμήματα έξω από την προίκα, πανωπροίκι: Εκτός από την προίκα πήρε και γερό τράχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… … Dictionary of Greek
τραχωμάτων — τράχωμα trachoma neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώμασιν — τράχωμα trachoma neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώματα — τράχωμα trachoma neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχώματος — τράχωμα trachoma neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχωματικός — ή, ό / τραχωματικός, ή, όν, ΝΑ [τράχωμα, ατος (Ι)] 1. αυτός που αναφέρεται στο τράχωμα, την πάθηση τών οφθαλμών 2. αυτός που προορίζεται για τη θεραπεία τού τραχώματος 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο τραχωματικός, η τραχωματική αυτός που… … Dictionary of Greek
τραχωματίας — ο, Ν αυτός που πάσχει από τράχωμα, αλλ. τραχωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχωμα, ατος (Ι) + επίθημα ίας (πρβλ. κτηματ ίας)] … Dictionary of Greek
Trachom — Klassifikation nach ICD 10 A71 Trachom … Deutsch Wikipedia
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek