τροχάς

τροχάς

τροχάς, , = ἐνδρομίς, gleichsam ein Rennschuh, Hesych., der σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος erklärt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχάς — άδος, ἡ, Α 1. (κυρίως στον πληθ.) τροχάδες (κατά τον Ησύχ.) «σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος» 2. ελαφρύ υπόδημα κατάλληλο για τρέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δρομ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ROTAE supplicium — apud Graecos iam olim in usu, Suidae Ο῎ργανον fuit βαςανιςτήριον καὶ διατεῖνον τὰ σώματα, instrumentum hominibus excruciandis inventum, corpora distendens. Et alibi ξύλινόν τι, εν ᾧ δεςμούμενοι οἱ οἰκέται ἐκολάζοντο, lignum quoddam, in quo servi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τροχάδι — το / τροχάδιον, ΝΜ [τροχάς, άδος] νεοελλ. πέδιλο βοσκών με μία σόλα και λουριά που τήν συγκρατούν στο πόδι, τσαρούχι μσν. στον πληθ. τά τροχάδια υποδήματα κατάλληλα για περπάτημα …   Dictionary of Greek

  • τροχαδάριος — ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”