- τροχηλία
τροχηλία, ἡ, s. τροχαλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχηλία, ἡ, s. τροχαλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχηλία — ἡ, Α βλ. τροχαλία … Dictionary of Greek
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek