τροχεός, = τροχερός, zw. L. bei Nic. Ther. 658; Eutecn. las τραχέην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχεός — ά, όν, Α κυκλικός, τροχόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + καχάλ. εός (πς>βλ. κεν εός, επικ. τ. τού κενός)] … Dictionary of Greek
τροχεήν — τροχεός fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)