τροχερός, schnell, umlaufend, ῥυϑμός, Arist. rhet. 3, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχερός — running masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχερός — ά, όν, Α 1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει 2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. ερός (πρβλ. τρυφ ερός)] … Dictionary of Greek