τροφιμαῖος

τροφιμαῖος

τροφιμαῖος, nahrhaft, Philo; Lob. Phryn. 559.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροφιμαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι, οικόσιτος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ τροφιμαῑαι τα κορίτσια τού σπιτιού, οι θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόφιμος + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”