- τροφιμότης
τροφιμότης, ητος, ἡ, Nahrhaftigkeit, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροφιμότης, ητος, ἡ, Nahrhaftigkeit, Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροφιμότης — ητος, ἡ, Μ [τρόφιμος] η ιδιότητα τού τροφίμου, τού θρεπτικού, θρεπτικότητα … Dictionary of Greek
τροφιμότητα — τροφιμότης nutritiousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)