- τρηρός
τρηρός, = Folgdm, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηρός, = Folgdm, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ ων έχει σχηματιστεί με επίθημα ων, ωνος (πρβλ … Dictionary of Greek
τρελός — και παλ. τ. τρελλός, ή, ό, Ν 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας 2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις») 3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι») 4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα») 5 … Dictionary of Greek
tres-, ters- (*teres-) — tres , ters (*teres ) English meaning: to tremble Deutsche Übersetzung: “zittern” Material: O.Ind. trásati “zittert” (= Gk. τρέω), trastá “zitternd” Kaus. trüsayati “makes erzittern”; Av. taršta (ar. *tr̥ṣta “timorous”),… … Proto-Indo-European etymological dictionary