- τροπᾱλίς
τροπᾱλίς, ίδος, ἡ, ein Bündel, σκορόδων Ar. Ach. 813; quck τροπαλλίς geschrieben, eigtl. dor. Form von τροπηλίς, das sich nur in VLL. findet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπᾱλίς, ίδος, ἡ, ein Bündel, σκορόδων Ar. Ach. 813; quck τροπαλλίς geschrieben, eigtl. dor. Form von τροπηλίς, das sich nur in VLL. findet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπαλίς — και τροπαλλίς, ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α δέσμη, δεμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω + υγρό ένθημα αλ με… … Dictionary of Greek
τριοπηλίς — και τριτοπηλίς, ίδος, ἡ Α πλεξίδα από σκόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς και αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τών αριθμ. τρεις, τρία και τρίτος] … Dictionary of Greek
τριτοπηλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί τού τρόπαλις* (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ επίδραση τού τρίτος] … Dictionary of Greek
τροπαλλίς — ίδος, ἡ, Α βλ. τροπαλίς … Dictionary of Greek
τρόπηλις — ήλιδος, ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. τροπαλίς … Dictionary of Greek