- τραγ-άκανθα
τραγ-άκανθα, ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγ-άκανθα, ἡ, Bocksdorn, von dem das Gummi Traganth, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χονδράκανθος — η, ο / χονδράκανθος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδών αρχ. αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + άκανθος (<… … Dictionary of Greek