τρι-ώνυμος

τρι-ώνυμος

τρι-ώνυμος, dreinamig, drei Namen habend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τετραώνυμος — ον, Α (για τη Σελήνη) αυτή που έχει τέσσερεις επωνυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. τρι ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • τρισώνυμος — ον, Μ (για την επιγραφή στον σταυρό τού Χριστού) αυτός που περιέχει τριπλή επανάληψη τού ονόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τής λ. ὄνομα), πρβλ. πολυ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • τριώνυμος — η, ο / τριώνυμος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία ονόματα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους 2. φρ. «τριώνυμη ονομασία» (βοτ. ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση τής επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”