- τρι-ώνυχος
τρι-ώνυχος, mit drei Nägeln, Spitzen, Lycophr. 392, δόρυ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-ώνυχος, mit drei Nägeln, Spitzen, Lycophr. 392, δόρυ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντώνυχος — η, ο / πεντώνυχος, ον, ΝΑ αυτός που στο κάθε άκρο του έχει πέντε νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ώνυχος (< ὄνυξ, υχος), πρβλ. τρι ώνυχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek