- τρείω
τρείω, p. = τρέω, Opp. Cyn. 1, 416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρείω, p. = τρέω, Opp. Cyn. 1, 416.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρείω — Α βλ. τρέω … Dictionary of Greek
τρέω — και ποιητ. τ. τρείω Α 1. τρέπομαι σε φυγή από φόβο 2. φεύγω μακριά από κάποιον 3. εξορίζομαι 4. (το αρσ. μτχ. αορ. συν. ως ουσ.) ὁ τρέσας αυτός που έφυγε από τη μάχη από δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέω (< *τρέσω, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού σ ,… … Dictionary of Greek
υποτρέω — και επικ. τ. ὑποτρείω ΜΑ οπισθοχωρώ από φόβο (α. «οὔ πως ἔτι εἶχεν ὑποτρέσαι οὐδ ἀναδῡναι», Ομ. Ιλ. β. «οἷον δὴ Μενέλαον ὑπέτρεσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρέω / τρείω «φοβάμαι, δειλιάζω, τρέπομαι σε φυγή»] … Dictionary of Greek