τρι-έλικτος

τρι-έλικτος

τρι-έλικτος, dreimal gewunden, Beiwort einer Schlange, Orak. bei Her. 6, 77; ἰχνοπέδη, dreidrähtige Schlinge, Antp. Sid. 17 (IV, 109); τριέλικτον νῆμα δινεῦσαι Μοῖραι, den die drei Parzen drehen, spinnen, 70 (VII, 14). Auch ϑώρακες, Archimel. 1 (App. 15), von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριέλικτος — ον, Μ 1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές 2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.) β) «τριέλικτοι θώρακες» τα σανιδώματα τού πλοίου (Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • τρισέλικτος — ον, Α βλ. τριέλικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ έλικτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”