- προ-στέγασμα
προ-στέγασμα, τό, Vordach, ein zur Bedeckung vorragender Theil, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-στέγασμα, τό, Vordach, ein zur Bedeckung vorragender Theil, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστέγασμα — το, ΝΑ προεξέχον τμήμα τής στέγης που προφυλλάσσει από τη βροχή· [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγασμα (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek
προτένισμα — ίσματος, τὸ, Α 1. το προεκτεινόμενο στέγασμα 2. μτφ. η σκέπη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θ. τεν τής απαθούς βαθμίδας τού τείνω (πρβλ. τέν ων, ευθυτεν ής) + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] … Dictionary of Greek