- προ-στένω
προ-στένω, vorher seufzen, Aesch. Ag. 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-στένω, vorher seufzen, Aesch. Ag. 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστένω — και προστενάζω Α 1. αναστενάζω προηγουμένως 2. θρηνώ, οδύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στένω / στενάζω «θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek