τριοτό, Nachahmung einer Vogelstimme, Ar. Av. 246.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριοτό — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοτό — Α ήχος κελαηδήματος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
τοτοβρίξ — Α (κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) μίμηση τής φωνής πουλιού («τριοτό, τριοτό, τοτοβρίξ») … Dictionary of Greek