τρι-οττίς

τρι-οττίς

τρι-οττίς, ίδος, ἡ, ein Ohr-, Halsgeschmeide mit drei daran hangenden Bommeln, VLL. Vgl. τρίγληνος. Es scheint ursprünglich ein Wort mit τριοπίς zu sein; es wird auch die Form τριόττης angeführt. Man vgl. das äol. ὄττε, ὄττις, für ὄσσε, ὄψις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όττις — ὄττις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄψις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί αττ. σχηματισμό τού ὄσσε (βλ. λ. όπωπα) με επίθημα ις (πρβλ. και τρι οττίς)] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”